εκτοπιστικος

εκτοπιστικος
    ἐκτοπιστικός
    ἐκ-τοπιστικός
    3
    передвигающийся, странствующий, (о птицах) перелетный
    

(ζῷα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκτοπιστικος" в других словарях:

  • εκτοπιστικός — ή, όν (Α ἐκτοπιστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος …   Dictionary of Greek

  • εκτοπιστικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στον εκτοπισμό (βλ. λ.): Εκτοπιστικές διαταγές. 2. που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, διαβατάρικος: Εκτοπιστικά πτηνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτοπιστικά — ἐκτοπιστικός migratory neut nom/voc/acc pl ἐκτοπιστικά̱ , ἐκτοπιστικός migratory fem nom/voc/acc dual ἐκτοπιστικά̱ , ἐκτοπιστικός migratory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπιστικόν — ἐκτοπιστικός migratory masc acc sg ἐκτοπιστικός migratory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»